τελειογονώ

τελειογονώ
και τελεογονῶ, -έω, ΜΑ [τελειογόνος]
(για φυτά) παράγω τέλειους καρπούς, δένω τον καρπό μου (α. «ἀνθέων πρὶν τελειογονῆσας διαρρεόντων», Ευσ.
β. «ἡ μηλέα τελεογονεῑ καὶ εκπέττει», Θεόφρ.)
αρχ.
μέσ. τελειογονοῡμαι, -έομαι
γεννιέμαι τέλειος, φυσιολογικά σχηματισμένος («τὰ ἑπτάμηνα τῶν βρεφῶν τελεογονεῑσθαι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”